- ἔξωρος
- ἔξωροςuntimelymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξωρος — ἔξωρος, ον (AM) 1. παράκαιρος («ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα» ενεργώ παράκαιρα και ανάρμοστα, Σοφ.) 2. αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη εποχή ή ηλικία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ώρα «εποχή, καιρός»] … Dictionary of Greek
ἐξώρως — ἔξωρος untimely adverbial ἔξωρος untimely masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξωρον — ἔξωρος untimely masc/fem acc sg ἔξωρος untimely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωροτέροις — ἔξωρος untimely masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώροις — ἔξωρος untimely masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώρου — ἔξωρος untimely masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώρους — ἔξωρος untimely masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώρων — ἔξωρος untimely masc/fem/neut gen pl ἐξοράω see from afar imperf ind act 3rd pl ἐξοράω see from afar imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώρῳ — ἔξωρος untimely masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξωρα — ἔξωρος untimely neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)